- καταλληλότητα
- η (AM καταλληλότης) [κατάλληλος]η ιδιότητα τού κατάλληλου, η ύπαρξη τών απαραίτητων προσόντων ή ιδιοτήτων για κάτιαρχ.γραμμ. η ορθή διατύπωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλληλότητα — η επιτηδειότητα, αρμοδιότητα, επικαιρότητα: Οι ειδικοί ήρθαν και έλεγξαν την καταλληλότητα του κτιρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλληλότητα — καταλληλότης correct construction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρκεσίλαος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λύκου και της Θεοβούλης, ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Έκτορα. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, που γεννήθηκε μετά την επιστροφή του πατέρα του από την… … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
ανακρίνω — (Α ἀνακρίνω) (ως δικανικός όρος) εξετάζω κάποιον υποβάλλοντας του συνεχείς ερωτήσεις για να εξακριβώσω την αλήθεια αρχ. 1. εξετάζω, ερευνώ για την εύρεση τής αλήθειας 2. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω άρχοντες για να διαπιστώσω την ικανότητα, την … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
δοκιμή — η (AM δοκιμή) [δόκιμος] 1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος 2. απόδειξη νεοελλ. 1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα 2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την… … Dictionary of Greek